- αερόπους
- ἀερόπους (-οδος), ο (Μ)ονομασία πτηνού (Σχόλια στους Όρνιθες τού Αριστοφάνη 1354). Ίσως πρόκειται για κακή ανάγνωση τής λέξης αέροψ, -οπος ή μέροψ, που είναι το πουλί μελισσοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + ποῦς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek